Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ  Η  ΓΡΙΑ

Λύκος λιμώττων περιήει ζητών τροφήν. Γενόμενος δέ κατά τινα τόπον, ήκουσε παιδίου κλαίοντος καί γραός λεγούσης αυτώ’  «Παύσαι τού κλαίειν’ ει δέ μή, τή ώρα ταύτη επιδώσω σε τώ λύκω». Οιόμενος δέ ο λύκος ότι αληθεύει η γραύς, ίστατο πολλήν εκδεχόμενος ώραν. Ώς δ’ εσπέρα κατέλαβεν, ακούει πάλιν της γραός κολακευούσης τό παιδίον και λεγούσης αυτώ’ «Εάν έλθη ο λύκος δεύρο, φονεύσομεν, ώ τέκνον, αυτόν». Ταύτα ακούσας ο λύκος επορεύετο λέγων’ «Εν ταύτη τή επαύλει άλλα μέν λέγουσιν, άλλα δέ πράττουσιν». 

 

Ο ΛΥΚΟΣ  ΚΑΙ  Η  ΓΡΙΑ

 

Ένας πεινασμένος λύκος τριγυρνούσε αναζητώντας τροφή.

Φτάνοντας σε κάποιο τόπο, άκουσε ένα παιδί που έκλαιγε και μία γριά που έλεγε σε αυτό.

«Πάψε να κλαις! Αλλιώς , τώρα αμέσως, θα σε δώσω στο λύκο να σε φάει».

Επειδή δε ο λύκος νόμιζε, ότι η γριά λέει την αλήθεια, στεκόταν περιμένοντας πολλή  ώρα.

Όταν όμως έπιασε το βράδυ ακούει πάλι τη γριά, να καλοπιάνει το παιδί και να του λέγει.

«Εάν έλθει ο λύκος, εδώ, θα τον σκοτώσουμε , παιδί μου».

 

Ακούγοντας αυτά ο λύκος σηκώθηκε και έφυγε λέγοντας.

Σ΄ αυτό το αγροτόσπιτο άλλα λένε  και άλλα κάνουν