Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ

                Μια μέρα ο άνεμος είπε στον ήλιο:

 -Βλέπεις τον άνθρωπο που περπατάει σ' εκείνο το δρομάκι στην εξοχή; Μπορώ να σου αποδείξω ότι είμαι πολύ πιο δυνατός από σένα. Στοιχηματίζουμε ότι θα πετύχω να του βγάλω τα ρούχα, ενώ εσύ δε θα τα καταφέρεις;

— Τι μας λες! θα τα καταφέρω και πολύ καλά μάλιστα, είπε ο ήλιος.

— Ωραία! Ας βάλουμε στοίχημα, θα κερδίσει όποιος από τους δυο μας κατα­φέρει να τον γδύσει πρώτος, είπε ο άνεμος και άρχισε να φυσάει δυνατά.

Ανασηκώθηκαν τα ρούχα του καημένου του οδοιπόρου και αναγκάστηκε να φορέσει κασκόλ και σκούφο. Τα μαλλιά του κυμάτιζαν στον αέρα και αισθανό­ταν πως ήταν έτοιμα να ξεριζωθούν! Έβγαλε από το σάκο του ένα άλλο, πιο χο­ντρό πανωφόρι, που το φόρεσε πάνω από το πρώτο. Περπατούσε διπλωμένος στα δυο. Με το ένα χέρι έδιωχνε τη σκόνη από τα μάτια του, ενώ με το άλλο έσφιγγε πιο πολύ το παλτό του. Ο άνεμος φυσούσε με ολοένα και μεγαλύτερη μανία.

— Χο χο χο! Τώρα θα σου πάρω το παντελόνι, μετά θα σου ξεσκίσω το παλτό, το σακάκι, το πουκάμισο, ούρλιαζε.

Λόγια του αέρα, γιατί ο οδοιπόρος κύρτωνε όλο και περισσότερο, κρατώντας πολύ σφιχτά τα ρούχα επάνω του. Ύστερα φόρεσε και τα γάντια του.

—Αδερφέ, κάνε στην άκρη, είπε εκείνη τη στιγμή ο ήλιος, και πρόσεξε με.

— Παραιτούμαι, απάντησε ο άνεμος και άφησε στον ήλιο το πεδίο ελεύθερο.

Εκείνος άρχισε να λάμπει. Περπατώντας χωρίς πια αέρα και μ' έναν ηλιάκο ζεστό, ο οδοιπόρος έβγαλε το δεύτερο πανωφόρι και τα γάντια του. Ο ήλιος όμως βάλθηκε να λάμπει με όση δύναμη είχε. Ο πεζοπόρος έβγαλε το παλτό, το σακάκι και το πουκάμισο. Ο ήλιος γινόταν όλο και πιο καυτός. Στο τέλος ο άν­θρωπος, αδυνατώντας να αντέξει την τρομερή ζέστη, γδύθηκε εντελώς και βού­τηξε στο ποτάμι που κυλούσε δίπλα στο μονοπάτι. 

   Νίκησα! είπε ο ήλιος στον άνεμο. Είδες, καλέ μου άνεμε, πως το να προ­σπαθείς να επιβληθείς με τη βία, δε φέρνει κανένα αποτέλεσμα!

 

 

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΒΑΤΡΑΧΩΝ

   Θέλουμε ένα βασιλιά να μας κυβερνά! φώναζαν οι βάτραχοι, μέχρι που οι επίμονες φωνές τους έφτασαν στα αφτιά του Δία. Εκείνος σκέ­φτηκε να τους ευχαριστήσει, στέλνοντας τους για βασιλιά ένα ξύλο.

Ο θόρυβος που έκανε το ξύλο πέφτοντας στο νερό, τρόμαξε τους βατράχους. Πολύ σύντομα όμως το ξύλο βγήκε στην επιφάνεια και αργά-αργά άρχισε να κινείται. Τα βατράχια, βλέποντας το τόσο ακίνδυνο, βάλθηκαν να χοροπηδούν επάνω του.

Τι άκακος άρχοντας! σχολίασαν οι βάτραχοι. Δεν κάνει για μας! θέλουμε έναν αληθινό βασιλιά!

Και ξανάρχισαν να ξεφωνίζουν και να ζητάνε από τον Δία έναν καινούργιο βασιλιά. Ο Δίας έχασε την υπομονή του και έστειλε στο βάλτο ένα νερόφιδο. Το νερόφιδο περνούσε μέσα στη λίμνη ζωή πραγματικά βασιλική. Όλη τη μέρα και τη νύχτα  άναβε μέσα στο παλάτι το γλέντι και το μεθύσι. Κι όταν πεινάγανε, όλη η οικογένεια, καταβροχθίζανε  όσους βατράχους θέλανε , ώσπου να χορτάσουνε.

Τότε καταλάβανε οι βάτραχοι  τι θα πει βασιλιάς. Και μετανοιωμένοι λέγανε:

«Χίλιες φορές καλύτερος  ένας άκα­κος  και κοιμισμένος άρχοντας παρά ένας  άγριος και κακός βασιλιάς».

 

 

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΙΑΡΙ 

Κάποια μέρα μια αλεπού έπεσε σε ένα πηγάδι. Προσπάθησε ξανά και ξανά, αλλά δε βρήκε τρόπο να βγει. Έψαξε να βρει στήριγμα στα τοι­χώματα του πηγαδιού, αλλά δε βρήκε τίποτα. Τότε άρχισε να ουρλιάζει:

— Ει, βγάλτε με έξω! Ει, δε μ' ακούτε;

Κανένας δεν της απαντούσε. Η αλεπού είχε πια απελπιστεί, αλλά όταν άκουσε κάποιον να πλησιάζει, αναθάρρησε.

Η μουσούδα ενός κριαριού πρόβαλε δειλά στην άκρη του πηγαδιού.

— Είναι καλό το νερό; ρώτησε.

— Ω, φίλε μου, είναι φανταστικό! Δρο­σερό και καθάριο, σαν να πίνεις από την πηγή στο βουνό, απάντησε η αλε­πού, που δεν έβλεπε την ώρα να ξετρυ­πώσει από το πηγάδι. Έλα, καλό μου, κατέβα κάτω και θα δεις τι υπέροχο που είναι το νερό!

Το κριάρι διψούσε πολύ και δεν πε­ρίμενε να του πει δεύτερη κουβέντα. Χοπ! έδωσε ένα πήδημα και βρέθηκε στον πάτο του πηγαδιού. Γκλου γκλου γκλου, άρχισε να πίνει άπληστα.

 

—Αχ! Αισθάνομαι καλύτερα τώρα! είπε με ενθουσιασμό και έριξε μια ματιά γύρω   του. Έχει λίγη υγρασία εδώ, δε συμφωνείς; συνέχισε.

— Ναι, βέβαια, είπε η αλεπού. Αν δε φύγουμε γρήγορα, κινδυνεύουμε να πά­θουμε πνευμονία.

— Πω πω, μου φαίνεται πως τώρα δεν είναι εύκολο να βγούμε, παρατήρησε το κριάρι.

 

— Μην ανησυχείς, τα έχω σκεφτεί όλα εγώ, το καθησύχασε η αλεπού. Ακού­μπησε στα τοιχώματα του πηγαδιού με τα μπροστινά σου πόδια και σήκωσε τα κέρατα, θα πηδήσω έξω και θα σε τραβήξω αμέσως,

Το κριάρι ακολούθησε πιστά τις συμβουλές της. Η αλεπού ανέβηκε στα πόδια, στην πλάτη, στα κέρατα... και σε λίγα λεπτά ήταν ελεύθερη.

— Μπε μπε! Τράβηξε με πάνω, τράβηξε με πάνω, φώναζε το κριάρι από το βάθος του πηγαδιού.

        Δε με νοιάζει καθόλου, καλό μου, απάντησε η αλεπού. Αν είχες λίγο μυαλό στο κεφάλι σου, δε θα είχες κατεβεί προτού σκεφτείς πώς θα ξανανεβείς

 

 

ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ 

 

Ήταν μια όμορφη αυγουστιάτικη μέρα και ένα ελάφι έτρεχε στους κά­μπους και στα λιβάδια. Σταμάτησε σε ένα ρυάκι να πιει νερό. 

—Αχ, πόσο διψάω! είπε με λαχτάρα. Όμορφα που είναι εδώ! Τι γαλή­νη! Τι γάργαρο νερό που έχει!

Μόλις είχε προφέρει αυτά τα λόγια, όταν την προσοχή του τράβηξε η εικόνα του, που καθρεφτιζόταν στο νερό.

— Λοιπόν, καθόλου άσχημα, είπε στον εαυτό του. Έχω μεγαλόπρεπη όψη, και αυτά τα κέρατα είναι θαυμάσια! Έγειρε λίγο το κεφάλι του για να δει καλύτερα και αναστέναξε βαθιά.

— Κρίμα που έχω αυτά τα λεπτά πόδια. Μου φαίνονται λίγο αδύναμα. Χαμένο στις σκέψεις του, δεν αντιλήφθηκε ότι ένα λιοντάρι το είχε πλησιάσει.

— Ρόαρ, ρόαρ, πεινάω, πεινάω! βρυχήθηκε το λιοντάρι, και το ελάφι άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα και από αστραπή.

Έτρεχε, έτρεχε και στο τέλος κατάφερε να κρατηθεί σε μεγάλη απόσταση από το λιοντάρι. Όσο ήταν στην πεδιάδα, εκείνα τα γοργά και ευκίνητα πόδια το έκαναν να νιώθει ανίκητο.

— Ρόαρ, ρόαρ, τι κούραση! Μου κόπηκε η ανάσα, μουρμούρισε ξέπνοα το λιο­ντάρι. Αυτό το καταραμένο τρέχει σαν σίφουνας.

Την ίδια στιγμή το ελάφι σκεφτόταν: «Σχεδόν τα κατάφερα. Λίγο ακόμα και το λιοντάρι δε θα μπορεί να με φτάσει».

Δυστυχώς, το καημένο δεν είχε καταλάβει ότι είχε πλησιάσει στην άκρη της πεδιάδας και τώρα ήταν αναγκασμένο να μπει στο δάσος. Προσπάθησε να τρέ­ξει πιο γρήγορα, αλλά δεν μπορούσε. Τα κερατά του μπλέκονταν συνέχεια στα κλαδιά των δέντρων. Και η απόσταση από το λιοντάρι μίκραινε ανησυχητικά.

— Ρόαρ, ρόαρ, δε γλιτώνεις με τίποτα, αργά ή γρήγορα θα σε πιάσω, μούγκρι­σε απειλητικά το λιοντάρι.

Και είχε δίκιο. Κάποια στιγμή το ελάφι δεν μπόρεσε να ξεμπλέξει τα κερατά του, που είχαν μπερδευτεί σε ένα κλαδί. Καθώς το λιοντάρι ζύγωνε ολοένα και περισσότερο, το ελάφι σκέφτηκε: «Δυστυχία μου,! Αυτά τα ποδάρια που τόσο περιφρονούσα, με έσωσαν! Τώρα όμως θα πεθάνω, και γι' αυτό θα φταίνε τα κέρατα, που τα θεωρούσα το πιο όμορφο στολίδι μου».