Παραμύθι από τον κ. Λιάσο Παντελή.

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πλούσιος άρχοντας που είχε πολλά χρυσά.

Είχε δει στο όνειρό του, ότι τα χρυσά που έχει δεν είναι δικά του και ότι θα του τα φάει κάποιος άλλος.

Ο πλούσιος σκέφτεται τι να κάνει.

Πήρε ένα κούτσουρο, το σκάλισε,   έβαλε μέσα τα χρυσά και το τάπωσε. Ύστερα, έκρυψε το κούτσουρο σ’ ένα λάκκο και  το σκέπασε καλά.

Έπιασε όμως μια βροχή, πήρε το κούτσουρο και το πήγε στο ποτάμι.

 Πήγε την άλλη μέρα  ένας φτωχός να μαζέψει ξύλα με το κάρο του και  βρίσκει το κούτσουρο. Το έβαλε στο κάρο του και πήγε να το δώσει στο χασάπη.

Ο χασάπης όμως δεν το ήθελε, γιατί είχε. Ο φτωχός επέμενε να το πάρει και σε αντάλλαγμα να του δώσει μία κοιλίτσα αρνιού.

Μετά από λίγες μέρες πάει ο πλούσιος στο χασάπη, βλέπει παράξενα το κούτσουρο και τον ρωτάει.

 Που το βρήκες αυτό το κούτσουρο;

 Μου το έφερε ένας φτωχός, το βρήκε στο ποτάμι.

Τότε ο πλούσιος είπε: Πάρε αυτό το κούτσουρο και πάμε στο σπίτι σου.

 Πήγαν στο σπίτι του χασάπη το έκοψαν στα δυο και ξεχείλισαν όλα τα χρυσά.

 Αυτή είναι η τύχη σου! Είπε ο πλούσιος στον χασάπη.

Ο χασάπης τώρα για να ευχαριστήσει τον πλούσιο  έβαλε τη γυναίκα του να ζυμώσει ένα ψωμί και αφού  έβγαλαν το μαλακό από μέσα, το γέμισαν χρυσά και το έδωσαν στον πλούσιο.

Ο πλούσιος το πήρε, το πήγε στο σπίτι του και το κρέμασε σε ένα καρφί.

 Στο χωριό που ζούσε ο πλούσιος είχαν έναν αγροφύλακα και κάθε μέρα του έδιναν από ένα ψωμί.  Τώρα ήταν η σειρά του πλούσιου να δώσει το ψωμί.

Έτσι  πήρε και έδωσε αυτό που του έδωσε ο χασάπης.

Όταν μετά από μερικές μέρες πήγε  ο πλούσιος στο χασάπη, ο χασάπης τον ρώτησε.

Σου άρεσε το ψωμί που σου έδωσα;

Το ψωμί το έδωσα στον αγροφύλακα απάντησε ο πλούσιος.

Από εδώ από εκεί έφυγαν τα χρυσά από τον πλούσιο. Δεν ήταν η τύχη του!