ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ ΤΗΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σ΄ ένα χωριό ήταν ένα παιδί. Μεγάλωσε το παιδί, έγινε για παντρειά κι αποφάσισε να παντρευτεί. Βρήκε μια γυναίκα, τη ζήτησε σε γάμο, δέχτηκε κι εκείνη και την παντρεύτηκε. Το παιδί όμως είχε ένα ελάττωμα, ποτέ δεν έλεγε τίποτα στη γυναίκα του.

Μια μέρα πήγε στο βουνό να μαζέψει ξύλα. Εκεί στο δρόμο που πήγαινε ανταμώνει δύο φίδια να μαλώνουνε. Αυτά τα φίδια ήτανε ένα άσπρο κι ένα μαύρο, το άσπρο το φίδι είχε πιάσει το μαύρο κι ήταν έτοιμο να το κατασπαράξει. Το παιδί το λυπήθηκε. Πιάνει το άσπρο φίδι, το σκοτώνει και έτσι γλίτωσε το μαύρο φίδι. Τότε η ευγνωμοσύνη του μαύρου φιδιού του λέει:

-                      «Ζήτησέ μου όποια χάρη θέλεις και θα στην δώσω, θα στην κάνω».

Σκέφτηκε το παιδί, τι χάρη να του ζητήσει και του’ ρθε μια ιδέα: «Θέλω να μάθω, λέει, τη γλώσσα των ζώων». Και του λέει το φίδι:

-                      «Το’ χεις, από σήμερα θα ξέρεις τη γλώσσα των ζώων».

Πραγματικά το παιδί, φόρτωσε το γαϊδουράκι του με τα ξύλα, γύρισε στο χωριό κι άρχισε να μιλάει με τα ζώα, να καταλαβαίνει τα ζώα όλα. Αυτό το πράμα ακούστηκε στο χωριό κι άρχισαν όλοι οι χωρικοί να τον βλέπουν και να τον σέβονται, να τον εκτιμάνε. Ήταν μεγάλο πράμα εκείνη την εποχή να ξέρεις να μιλάς με τα ζώα. Η γυναίκα του όμως δε μπορούσε να το ανέχεται αυτό το πράμα, συνέχεια τον ρωτούσε να της πει το μυστικό να μάθει κι αυτή, αυτός όμως δεν της έλεγε. Συνάμα όμως το φίδι του είχε πει τότε με τη χάρη που θα του κάνει ότι, αν το πει το μυστικό, θα πεθάνει. Τελικά όμως η γυναίκα αφού επέμενε πολλές φορές και δεν της το’ λεγε το μυστικό το παιδί, του λέει:

- «Θα σ’ αφήσω και θα φύγω.»

Ο άνθρωπος στεναχωρέθηκε πολύ, βρέθηκε σε δύσκολη θέση, προκειμένου να τον αφήσει και να φύγει αποφάσισε να της το πει, ξέροντας βέβαια κι ότι θα πεθάνει. Της λέει όμως:

«Γυναίκα, ξέρεις άμα στο πω το μυστικό, ότι θα πεθάνω;»

Και του λέει εκείνη:

-                      «Πες μου το εσύ και μετά ότι είναι να γίνει ας γίνει.»

-                      «Ναι βρε γυναίκα, αλλά θα πεθάνω.»

-                      «Ε, ας πεθάνεις, βρε άντρα!»

-                      «Ε, της λέει, τότε ετοίμασε τα κόλυβα, ετοίμασε τα πρόσφορα, ετοίμασε και το κρεατάκι, για το μνημόσυνο που θα μου κάνεις.»

Πήγε η γυναίκα τα ετοίμασε όλα αυτά, ο σκύλος εντωμεταξύ, μόλις άκουσε αυτό το πράμα στεναχωριόταν, ούρλιαζε κι έκλαιγε στην αυλή, η γάτα επίσης το ίδιο κι αυτή, ο κόκκορας όμως ανεβασμένος  πάνω εκεί σ’ ένα δέντρο κελαηδούσε όλη την ημέρα. Σε μια στιγμή το σκυλί που δεν τον ανέχτηκε έτσι, να κελαηδάει στην αυλή του νοικοκύρη του, ορμάει στον κόκκορα και του λέει:

-                      «Δεν ντρέπεσαι, το αφεντικό μας είναι έτοιμο να πεθάνει, και συ κελαηδάς, απάνω από το δέντρο, χωρίς να στεναχωριέσαι και να λυπάσαι!»

«Μ’ αφού είναι χαζός αυτός, λέει, τι του φταίω εγώ. Εγώ έχω δεκαπέντε στο σπίτι το δικό μου και σε καμιά δεν της δίνω λογαριασμό, αφού αυτός έχει μία κι είναι χαζός, και θέλει να της δώσει, τι του φταίω εγώ; Ας πάρει τη φορτωτήρα, που έχει εκεί πίσω από την πόρτα του και πηγαίνει στο δάσος για να φορτώσει το γαϊδουράκι του με τα ξύλα, και ας της δώσει ένα χέρι γερό ξύλο αυτηνής, ας δώσει το σιταράκι  σε μένα να φάω ΄γω με τις κοτούλες μου, να δώσει σε σένα το πρόσφορο και το κρεατάκι στη γατούλα.»

Τά’ κουσε  ο άντρας αυτά κι επειδή γνώριζε τη γλώσσα των ζώων, σου λέει:

-                      «Τι κάνω ΄γω ο χαζός; Αυτός δεκαπέντε έχει και δεν δίνει λογαριασμό, εγώ μία και θα της δώσω λογαριασμό!»

Την φωνάζει εκεί πέρα, την παίρνει στη φορτωτήρα, καλή της ώρα, της μετράει κάμποσες, παίρνει το σιταράκι, το ρίχνει στον κόκκορα, παίρνει το κρεατάκι, το δίνει στη γατούλα, το πρόσφορο στο σκύλο του κι έτσι γλίτωσε από τη γυναίκα του, έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.