ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ Ο ΑΝΤΕΡΣΕΝ

   

Ο Αντερσεν είναι σε όλους μας γνωστός – ή τουλάχιστον το όνομά του -  από μερικά παραμύθια που μας λέγανε ή μας διάβαζαν , όταν ήμασταν μικροί.

Κάτι θυμόμαστε , λ.χ., για ένα άσχημο παπάκι… αλλά τελικά τι έγινε με αυτό; Και ήταν κι ένα κοριτσάκι με κάποια σπίρτα μέσα στην παγωνιά μιας χριστουγεννιάτικης νύχτας… αλλά τελικά τι απέγινε αυτό; Δεν πέθανε;

Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα, ο μολυβένιος στρατιώτης, η μικρή γοργόνα, η τοσοδούλα είναι επίσης από τα πιο γνωστά παραμύθια του στην Ελλάδα.

 

Ένας μεγάλος Δανός φυσικός, ο. 0rsted, είπε μια μέρα στον Χανς Κρίστιαν 'Αντερσεν, μιλώντας του για το έργο του:   «Αν τα μυθι­στορήματα σας σας κάνουν διάσημο, τα παραμύθια σας θα σας κάνουν αθάνατο». Το κακό όμως με τους διάσημους και τους αθάνατους είναι ότι τους γνωρίζουμε αρκετά, ώστε να μη χρειάζεται να τους γνωρίσου­με περισσότερο. Όπως λέει ο Oscar Wilde:  «Κλασικοί συγγραφείς είναι εκείνοι που όλοι ξέρουν και κανείς δε διαβάζει».

 Έτσι συμβαίνει δυστυ­χώς και με τον 'Αντερσεν. Στην Ελλάδα δεν είναι γνωστά πάνω από πέντ' έξι, το πολύ δέκα, από τα παραμύθια του, που μάλιστα κατατάσ­σονται στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας.

 

   Και δεν έγραφε μόνο για παιδιά. Ο ίδιος εξηγεί  σ’ ένα γράμμα του προς ένα φίλο του ποιητή:   «Παίρνω μια ιδέα που ταιριάζει σε μεγάλους και την αναπτύσσω για μικρούς, χωρίς να ξεχάσω ποτέ πως με ακούν και οι γονείς τους και πως πρέπει να προσφέρω και σ’ αυτούς αφορμή για σκέψεις».

 

 

Καμιά ευκαιρία για σπουδές δε φαινόταν να υπάρχει για το μικρό Χανς Κρίστιαν, όσο ζούσε στην επαρχιακή πόλη του Όδενσε της Δανίας. Στο Σχολείο Απόρων, όπου πήγε μαθητής, περισσότερο έμαθε να αποφεύγει τα άλλα παιδιά παρά να γράφει και να μετράει. Και καθώς ήταν επιδέ­ξιος σε χειρωνακτικές εργασίες, οι γονείς του δεν πολυνοιάζονταν για τα γράμματα που έπαιρνε ή δεν έπαιρνε, τον προόριζαν για ράφτη. Αυ­τός όμως ονειρευόταν το θέατρο και την Κοπεγχάγη...

 

 

Ήταν 13 χρόνων όταν, στον αναστεναγμό της μητέρας του « Μα τι θα γίνεις εκεί, παιδί μου;» απάντησε «Διάσημος!». 

Ήταν 14 χρόνων όταν έφτασε στην Κοπεγχάγη.  Και δεν ήταν  17, όταν…διέπραξε το πρώτο του θεατρικό έργο, μια κωμωδία, που θέλησε να παρουσιάσει πριν ακόμα την  καλοτελειώσει. Ζήτησε , λοιπόν, από τη σύζυγο ενός τιμημένου συγγραφέα , την άδεια να της διαβάσει.

Κι εκείνη, γνωστή για «τη ζωντάνια και τον καλό της χαρακτήρα», το δέχτηκε, αλλά στις πρώτες κιόλας σκηνές αναφώνησε: «Μα αυτά τα έχετε αντιγράψει! » « Έ, ναι!»  συμφώνησε ο πρόωρος ποιητής,  «μα είναι δα και τόσο όμορφα...»

Ο νεαρός Άντερσεν επιχειρούσε από τότε να έρθει σε επαφή με ό,τι πιο λαμπερό υπήρχε στον κόσμο της τέχνης. Πάμπτωχος, τρύπωνε στα «σαλόνια» όπου συγκεντρώνονταν οι πνευματικοί άνθρωποι της Κοπεγ­χάγης, επισκεπτόταν όποιους είχαν σχέση με το θέατρο, το χορό και τη μουσική, και έτσι, τελικά, κατόρθωσε να βρει μια υποτροφία για να μπορέσει να σπουδάσει.

 Όταν, στα 17 του, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν πραγματοποίησε το όνειρο του να παρακολουθήσει κάποιες σπουδές, δεν υπήρχε σε ό,τι έγραφε «ούτε μία λέξη σωστά γραμμένη»... Και στη σχολή που τον έστειλαν, τον έβαλαν με τα πιο μικρά παιδιά, γιατί, όπως γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογρα­φία του, «δεν ήξερα απολύτως τίποτα».

 

 

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ΑΝΤΕΡΣΕΝ

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

 

Βασιλιάδες: Πολλοί είναι οι βασιλιάδες που συναντάμε στα παραμύθια του Αντερσεν.

-        Ο επιπόλαιος βασιλιάς που έταξε να δώσει την κόρη του σ’ όποιον θα πηδούσε     πιο ψηλά.

-        Ο ευσυγκίνητος και καλόκαρδος γέρο βασιλιάς που στεναχωριόταν πάρα πολύ με τα σχέδια «εξόντωσης μνηστήρων» που είχε καταστρώσει η άκαρδη κόρη του.

-        Ο φιλάρεσκος βασιλιάς που ξόδευε όλα τα λεφτά του σε όμορφες στολές και δε νοιαζόταν για τους στρατιώτες του.

-    Ο κακός βασιλιάς που σκοπό είχε να κατακτήσει όλες τις χώρες του κόσμου και να σκορπάει τον τρόμο σε όλους τους ανθρώπους.

 

 

Βασίλισσες. Ο Άντερσεν δε  δίνει στις βασίλισσες των παραμυθιών του μεγάλους ρόλους .      Του αρκεί συνήθως να τις τοποθετεί στα παλάτια, δίπλα στους βασιλικούς τους συζύγους.

 

 

Πριγκιπόπουλα. Τα  πριγκιπόπουλα είναι σχεδόν πάντα όμορφοι, συμπαθητικοί και αρεστοί νέοι . Είναι αυτό που λέμε «καλά παιδιά».

 

 

Βασιλοπούλες.  Ο Άντερσεν στολίζει τις βασιλοπούλες στα παραμύθια του με χρώματα μάλλον σκιερά. Για έναν άνθρωπο που σε όλη του τη ζωή κράτησε απέναντι στις γυναίκες στάση επιφυλακτική, δεν είναι καθόλου περίεργο να αποδίδει στη γυναικεία φύση χαρακτηριστικά όπως η επιτήδευση , η σκληρότητα και ο εγωισμός.

 

Φοιτητές και ποιητές. Δύο είναι οι αγαπημένοι ήρωες του Άντερσεν οι φοιτητές και οι ποιητές.

Είναι φανερή η επιείκεια με την οποία τους περιγράφει, μια επιεί­κεια εντελώς φυσική, αν σκεφτεί κανείς τι μπορούσε να σημαίνει για το φτωχόπαιδο με τα μεγάλα όνειρα το να ανήκει ένας νέος στο φοιτητικό σώμα, και ας μην ξεχνάμε, επίσης, με πόση δόξα περιβάλλονταν τότε οι άνθρωποι του πνεύματος.

 

Παιδιά: Πολλά από τα παιδιά-ήρωες στα παραμύθια και τα διηγήματα του Άντερσεν, που ζουν κάτω από συνθήκες όμοιες μ' αυτές της δικιάς του ζωής, έχουν μέσα τους και λίγο από τη δικιά του ιστορία. Το κοριτσάκι που πουλούσε σπίρτα, στο ομώνυμο παραμύθι, είναι ένα τρυφερό πλασματάκι που η φτώχεια το στέλνει σ' έναν κόσμο σκληρό — περίπου σαν κι αυτόν που γνώριζε η μητέρα του συγγραφέα, όταν την έστελναν κι εκείνη να ζητιανεύει στους δρόμους της μικρής της πόλης.

 

 

Κι αν υπάρχει σ' ένα συ­γκεκριμένο διήγημα, το «Παιδιακίσιο κουβεντολόι», μια παρέα από πλουσιόπαιδα, γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι ο συγγραφέας τα χρησιμο­ποιεί ως «φόντο», για να λάμψει πάνω του, πιο εντυπωσιακά, ο αληθι­νός του ήρωας. Στο  σπίτι, λοιπόν, ενός πλούσιου εμπόρου, λέει η ιστο­ρία, είχαν μαζευτεί ένα σωρό παιδιά που είχαν δική τους διασκέδαση. Κορόιδευαν όσους δεν είχαν αριστοκρατικά ονόματα, συζητούσαν ποιος μπαμπάς ήταν πιο πλούσιος ή πιο ισχυρός. Λίγο πιο έξω, ωστόσο, στη μισόκλειστη πόρτα, στεκόταν ένα φτωχόπαιδο και κρυφοκοίταζε απ' το άνοιγμα. Ήταν από τόσο χαμηλή κοινωνική τάξη, που δεν το άφηναν να μπει μες στο δωμάτιο. Οι γονείς του, στο σπίτι, δεν είχαν λεφτά ούτε εφημερίδα να αγοράσουν... κι όμως αυτό το παιδί πρόκοψε στην κοινωνία κι έφτασε ψηλότερα από τα παιδιά του γαλαζοαίματου και του πλούσιου και του μορφωμένου. Έγινε ο μεγαλύτερος γλύπτης της Δα­νίας.

 

 

ΖΩΑ.

Όλοι  οι ήρωες – ζώα του Άντερσεν  μιλούν , αισθάνονται διηγούνται   και   ζουν όλες τις περιπέτειες που ξέρουμε κι εμείς έρωτες , γάμους, γέννες ή υιοθεσίες, συμπόσια και υπαρξιακές ανησυχίες .

 

ΦΥΤΑ

Με  τον ίδιο τρόπο , ο Άντερσεν, προσεγγίζει και ότι υπάρχει στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρει τις ανυπομονησίες του μικρού έλατου και τις απογοητεύσεις της γερασμένης ιτιάς, σαν να ήταν μυστικά που του εμπιστεύτηκαν παλιοί, στενοί του φίλοι.

Έχει ακούσει στο δάσος τα δέντρα που κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους για μάγους και ληστές, ενώ τα αγριόχορτα απορούν. Έχει δει , τις νύχτες που αγρυπνούσε , λουλούδια που χορεύουν.

Τα φυτά τα ξεχωρίζει ένα ένα: μερικά σεμνά και άλλα υπεροπτικά, άλλα όμορφα σαν τα τριαντάφυλλα κι άλλα πάλι απειλητικά, όπως τα γαϊδουράγκαθα και οι τσουκνίδες.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ

 

 

Και τα αντικείμενα ακόμα έχουν τις δικές τους ιστορίες, κι ας μην τις υποψιαζόμαστε, εμείς που ενδιαφερόμαστε μονάχα για το όνομά τους.

Ο Άντερσεν τους δίνει ανθρωπόμορφη συμπεριφορά και χιούμορ. Το ταμπούρλο μιλάει, μία κούκλα φλερτάρει με διάφορα λουλούδια και ο χάρακας χορεύει.

 

Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία της φύσης.

Έτσι ο αέρας είναι μία τρυφερή και σοφή ύπαρξη που φιλάει τα δέντρα και τους δίνει συμβουλές.

Οι ηλιαχτίδες μιλάνε στα κλαδιά και στα λουλούδια

Οι καλικάντζαροι καθαρίζουν τις καμπάνες για να χτυπάνε πιο καλά.

 

Διάσπαρτοι  είναι οι μάγοι και οι μάγισσες …. Μερικοί σοφοί, άλλοι σατανικοί. Μερικές άσχημες και κακές – όπως η γριά μάγισσα που είχε κάτι χειλάρες που τις κρέμονταν ως το στήθος-  άλλες όμορφες και ποιητικές.

 

 

 

Διαβάζοντας τον Άντερσεν αναρωτιέται κανείς: Γιατί άραγε να θέ­λουμε πάντα να ξεχωρίζουμε το μύθο από την πραγματικότητα;

Για το Δανό συγγραφέα, μύθος και πραγματικότητα είναι απλώς οι δύο όψεις μιας ίδιας οντότητας, που λέγεται ζωή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΑΝΤΕΡΣΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.

 

 

Σε πολλά από τα γραπτά του Άντερσεν καταγράφεται το πόσο στερήθηκε ο ίδιος τη ζεστασιά του σπιτιού και την αμεριμνησία των παιδικών χρόνων.

Το μοναδικό διήγημα που αναφέρεται σε ευτυχισμένες οικογένειες ανθρώπων είναι τοποθετημένο πολύ μακριά από την Δανία.

 

 Τοποθετείται στην Ελλάδα, σ’ αυτή την εξωτική χώρα που επισκέφθηκε ο συγγραφέας το  1841  κι όπου κυκλοφορούσαν οι κάτοικοι   «με κόκκινα γιλέκα και άσπρες φουστανέλες».  Τις πρώτες εντυπώσεις του τις έστειλε  με γράμμα σ’ ένα φίλο του.

 

 «Μπορεί κανείς να πει» , λέει,  «ότι η Αθήνα μεγαλώνει από στιγμή σε στιγμή: δρόμοι και σπίτια αναδύονται από τις πέτρες. Πολλοί δρόμοι είναι ακριβώς σαν χώροι πανηγυριού: έχουν στη­θεί σκηνές, όπου εκτίθενται ένα σωρό εμπορεύματα, τα οποία διαπραγματεύονται, καθισμένα οκλαδόν, κάτι όμορφα Ελληνόπουλα. Μερικές συνοικίες της πόλης δεν είναι τίποτε άλλο από μια σωρεία χαλικιών και στο κέντρο μία τρύπα: η είσοδος μιας κατοικίας.  Πρέπει να προσέχει κανείς πού πατάει, γιατί έξαφνα βρίσκεσαι μπροστά σ’  ένα πηγάδι χωρίς ίχνος κιγκλιδώματος.

 

 Εδώ κι εκεί σπασμένα μαρμάρινα κιονόκρανα και γύρω γύρω ερειπωμένες εκκλησίες με έ­ντονα ζωγραφισμένες τοιχογραφίες αγίων. Οι Τούρκοι έχουν ξύσει όλα τα πρό­σωπα κι έχουν φυτέψει σφαίρες στα μάτια και στο στόμα του Χριστού.

 

Κάθε μέρα ανεβαίνω στην Ακρόπολη. Η θέα είναι θαυμάσια και ο ίδιος ο χώρος είναι ένας μαγευτικός, ερειπωμένος κόσμος. Αγριαγγουριές φυτρώνουν στα σκαλοπά­τια του Παρθενώνα. Βλέπεις, σκόρπια γύρω γύρω, άταφα κρανία Τούρκων και Ελλήνων, ενώ υπάρχουν, πού και πού, άθικτες βόμβες από τον καιρό των Ενε­τών. Είδα τη φυλακή του Σωκράτη: δυο μικρά ανοίγματα μέσα σ’ ένα βράχο, στην Αθήνα κοντά.

 

Μέσα από το διήγημα με τίτλο «Ο αδερφοποιτός μου», όπου περιγρά­φει ο Άντερσεν τη ζωή των ηρωικών Ελλήνων επί τουρκοκρατίας, φαί­νεται ότι αγάπησε τούτη τη μακρινή (γι' αυτόν) χώρα. Έδωσε μια ωραιοποιημένη εικόνα των Γραικών και υπογράμμισε πόσο οι αναμετα­ξύ τους σχέσεις —τόσο ανάμεσα στις οικογένειες, όσο και εντός των οικογενειών-— ποτίζονται από εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη και αγάπη.

 

 

 

 

 

 Ίσως να οφείλεται αυτή η ωραιοποίηση και στην ευχάριστη διαμονή του συγγραφέα στο σπίτι του Γερμανού θεολόγου Luth, που είχε διοριστεί το 1839 προσωπικός ιερέας της βασίλισσας Αμα­λίας.

 Η γυναίκα του Luth ήταν Δανέζα και περιποιήθηκε τον Άντερσεν όσο καλύτερα μπορούσε: του πρόσφερε αυτό που θα τον ευχαριστούσε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο: διάφορες ευκαιρίες να διαβάσει πα­ραμύθια του σε ανθρώπους που ήθελαν να τον γνωρίσουν. Οργάνωσε συναντήσεις και γεύματα με διπλωμάτες (κι ας ήταν τα γερμανικά του «φριχτά»...), του έκανε πάρτι για τα γενέθλια του, τον πήγε σ' ένα λαϊκό πανηγύρι για να σεριανίσει τον κόσμο και εκδρομή στο όρος Πεντελικό...

 

 Και, μάλιστα, όπως γράφει η ίδια στο σημειωματάριο της, «λίγο πριν φύγει από τη χώρα, ο Άντερσεν έγινε δεκτός από τους βα­σιλιάδες. Του φάνηκε πολύ περίεργο ότι αγνοούσαν τελείως τη δουλειά του και δεν είχαν διαβάσει τίποτα δικό του...» Η ματαιότητα εμποδίζει καμιά φορά τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πράματα απλά, όπως, παραδείγματος χάρη, ότι το βασιλικό ζεύγος δεν ήξερε δανέζικα ή ότι καμιά μετάφραση των έργων του Άντερσεν δεν είχε ακόμα κυκλοφορή­σει στην Αθήνα...